O Νίκος Καπετανίδης ήταν μία εξέχουσα προσωπικότητα του Πόντου, ένας ήρωας με τεράστια εθνική προσφορά. Υπήρξε δημοσιογράφος, εκδότης και Διευθυντής εφημερίδων και περιοδικών (1889-1921). Γεννήθηκε στη Ριζούντα, και αποφοίτησε από το Φροντιστήριο Τραπεζούντας το 1905. Στη συνέχεια δούλεψε στον τραπεζικό οίκο των Φωστηρόπουλων ενώ παράλληλα έγραφε άρθρα με τα ψευδώνυμα Σίσυφος και Σπύρος Φωτεινός.
Υπάλληλοι της τράπεζας Φωστηρόπουλοι Τραπεζούντας. Πρώτος πίσω από τον λυράρη ο Ν. Καπετανίδης.
Το 1917 εξέδωσε την πρώτη Συλλογή διηγημάτων. Την ίδια περίοδο εργάστηκε στο περιοδικό Τραπεζούντας Επιθεώρησις (1910-1911) που είχε εκδότη τον Φίλωνα Κτενίδη και εξέδωσε μόνος του τα 6 τελευταία τεύχη από τα 24 συνολικά, γιατί ο Κτενίδης απουσίαζε στο εξωτερικό για σπουδές. Η παρέα του μαζευόταν στο σπίτι του Θεόδωρου Κασσάνη στον Άγιο Γρηγόριο, κοντά στο Φροντιστήριο Τραπεζούντας, στο σπίτι του Καπετανίδη στην Αγία Μαρίνα ή στο σπίτι του Ηλία Εφραιμίδη στον Άγιο Γρηγόριο.
Η παρέα του Καπετανίδη
Τους απασχολούσε πολύ το γλωσσικό ζήτημα που ήταν στη βράση του. Έκαναν φιλολογικές συζητήσεις, απήγγειλαν ποιήματα έπαιζαν θέατρο. Τότε άρχισε να γράφει στην εφημερίδα της Τραπεζούντας Φάρος της Ανατολής ή στην Επιθεώρηση Ηχώ του Πόντου και στα Ημερολόγια των Κ. Σκόκου και Ε. Σβορώνου. Το 1917-1918, την περίοδο της ρωσικής κατοχής, εξέδωσε την εβδομαδιαία εφημερίδα της Τραπεζούντας Σάλπιγξ στην οποία δημοσίευσε ενθουσιώδη άρθρα για κάθε τι ελληνικό.
Μαθητής του Φροντιστηρίου Τραπεζούντας.
Με την ανακατάληψη το 1918 εξέδωσε την εφημερίδα Εποχή, που κυκλοφορούσε 3-4 φορές την εβδομάδα και άνοιξε διάλογο με την τουρκική Σελαμέτ για την ανεξαρτησία του Πόντου. Ο Καπετανίδης υπήρξε σοσιαλιστής, παρακολουθούσε την οκτωβριανή επανάσταση, την εξέγερση του γερμανικού λαού το 1919 και θαύμαζε τον φιλοπρόοδο Πρόεδρο των ΗΠΑ Γούντροου Γουίλσον.Για να συλλάβουμε τις τραγικές διαστάσεις της προσωπικότητάς του πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Καπετανίδης εκτελέστηκε με απαγχονισμό, λίγες ημέρες μετά της 21 Σεπτεμβρίου 1921, στα τριάντα δύο του χρόνια σύμφωνα με το στημένο κατηγορητήριο ότι εργαζόταν για την ανεξαρτησία του έθνους του. Στο κατηγορητήριο μάλιστα ο ίδιος πρόσθεσε ότι δεν εργαζόταν μόνο για την ανεξαρτησία αλλά και για την ένωση του Πόντου με την Ελλάδα. Η εφημερίδα Εποχή που την εξέδιδε ο ίδιος την περίοδο 1918-1921 στην οθωμανοκρατούμενη Τραπεζούντα, ήταν η κύρια αφορμή της καταδίκης του. Σε μια περίοδο έξαρσης του τουρκικού εθνικισμού η Εποχή δημοσίευε άρθρα στα οποία εκφράζονταν αντιλήψεις για την κατάσταση της ελληνικής παιδείας στον Πόντο και καλλιεργούσε την εθνική συνείδηση των καταπτοημένων Ελλήνων της περιοχής.
Τα περισσότερα άρθρα του που εξετάζουν το φαινόμενο του εκπαιδευτικού δημοτικισμού φέρουν την υπογραφή του. Θεωρήθηκε επομένως ότι ο ίδιος άσκησε καθοριστική επίδραση στη διαμόρφωση των ιδεολογικών επιλογών της εφημερίδας του, είτε από τη θέση του εκδότη, είτε από τη θέση του αρθρογράφου και του συντάκτη και επομένως η ανίχνευση των πνευματικών του καταβολών θα συμβάλει στη διαμόρφωση ενός πλαισίου ερμηνείας των θέσεων της εφημερίδας του. Οι θεματικές κατηγορίες που επιλέχτηκαν στα πλαίσια της ποιοτικής ανάλυσης είναι τέσσερις και ανταποκρίνονται σε βασικά συστατικά της παιδαγωγικής φιλοσοφίας των κειμένων της εφημερίδας. Πρόκειται συγκεκριμένα για την «κριτική στα σχολεία της Ανατολής», κατηγορία με πυκνές αναφορές η οποία και αποτέλεσε την αφορμή των παιδαγωγικών αναζητήσεων του κύκλου της Εποχής, τις «απόψεις για την παιδαγωγική επιστήμη», τις «απόψεις για την εκπαιδευτική γλώσσα», τις «θέσεις για το ιδεώδες του Νέου Ελληνισμού» και τέλος τις «σοσιαλιστικές αντιλήψεις» που εκφράζονται στη συγκεκριμένη εφημερίδα.
Ως κυριότερα χαρακτηριστικά της κατάστασης της παιδείας στην Ανατολή τονίζονται από το συγγραφέα η έλλειψη επικοινωνίας της εκπαίδευσης των ελληνικών κοινοτήτων με το παρόν «και μας ενεκλεισαν στους τέσσερας τοίχους αρχίσαντες αγώνα κατά της ψυχής μας», ο καταναγκαστικός της χαρακτήρας που εκδηλώνεται με τη χρησιμοποίηση παρωχημένων μεθόδων πειθαρχίας και πειθαναγκασμού που οδηγούν στη φυλάκιση της ψυχής και στην αποθάρρυνση κάθε πρωτοβουλίας ή δημιουργικότητας «μας απέκλεισαν με τις τιμωρίες και τις νηστείες, από τα ωραία του έξω κόσμου, από τα πράγματα της ζωής», η προγονολατρεία της, συνυφασμένη με τη λατρεία του παρελθόντος και τη συνακόλουθη εμμονή στην αρχαιότητα «η μόρφωσις αυτή μ όλην την μούχλαν της, μ όλα τα βαρεία της σίδερα, μ όλην την προγονομανίαν και την λατρείαν της εις τους τάφους και στους αρχαίους κόσμους περιβάλλει και σφίγγει την σύγχρονον γενεάν», η επιδίωξη της στείρας αποστήθισης και όχι της ουσιαστικής μόρφωσης, η οποία αποβλέπει στην καλλιέργεια της ψυχής και στην αναζήτηση του ωραίου, «την αίσθησιν του ωραίου, του τερπνού, του διδακτικού ποτέ δεν μας ενεφύσησαν», η έλλειψη πνευματικής κίνησης των νέων ανθρώπων «η παρ ημίν νεολαία καθυστερεί. και καθυστερεί δυστυχώς πάρα πολύ. κάθε εκδήλωσις πνευματικής φύσεως είναι άγνωστος χώρος» και τέλος η αδυναμία του σχολείου να συμβάλει στην πνευματική ανάπτυξη του παιδιού «Τα φτερά της ψυχής που έπρεπε να ουρανοδρόμηση, τα έκοψε η ελληνική κοινωνία του αιώνος μας».
Εικαστικός πίνακας του Δημήτρη Μπέσσα.
Οι αιτίες για την αρνητική αυτή κατάσταση εντοπίζονται σε δύο πεδία: στο σχολείο και στην οικογένεια. Ως ευθύνες του σχολείου προτάσσονται από τον αρθρογράφο η έλλειψη επιμόρφωσης των δασκάλων στις νέες παιδαγωγικές μεθόδους «ίδιος ο διδάσκαλος ο περυσινός, ίδιος ο διδάσκαλος όστις ήτο προ πέντε ετών και προ δέκα και πάντοτε.», η οποία συνεπάγεται την εμμονή τους σε ξεπερασμένα παιδαγωγικά συστήματα, την έλλειψη φροντίδας για εκπολιτιστική, ηθική, γλωσσική και παιδαγωγική ανανέωση και την αδυναμία παρακολούθησης των μεταρρυθμίσεων που ευδοκιμούν στην Ελλάδα «ανίκανος είναι επίσης να συναισθανθεί ότι αι μέθοδοι και τα συστήματα του παρελθόντος έθανον και ετάφησαν και υπάρχουν τώρα νέαι μέθοδοι, νέα παιδαγωγική, νέα διδασκαλία», η αδιαφορία των παραγόντων της εκπαίδευσης για την ποιότητα της δουλειάς των δασκάλων «η κοινωνία η οποία αποβλέπει εις το ποσόν, ποτέ δε έως τώρα εις το ποιον της παραγωγής του δασκάλου» και το αντίστοιχα έντονο ενδιαφέρον τους για το μικρό κόστος λειτουργίας των σχολείων, επιλογή που τους οδηγεί στις κακές αμοιβές των εκπαιδευτικών με συνέπεια την υποβάθμιση της απόδοσής τους «Ψηφίσατε ικανοποιητικά ποσά. να φάνε να χορτάσουν και να μην ψωμοζητούν και να μην δανείζονται και να μην εκτίθενται στην εντροπήν οι δάσκαλοι», και τέλος τα πεπαλαιωμένα εκπαιδευτικά εγχειρίδια της παλιάς παιδαγωγικής που χρησιμοποιούνται στα σχολεία του Πόντου και της Ανατολής «θα τα ανοίξετε δια να εφαρμόσετε τα ίδια προγράμματα, τα ίδια θανατηφόρα βιβλία, το ίδιο εκπαιδευτικόν σύστημα». Ως ευθύνες της οικογένειας αναφέρονται η κούφια ματαιοδοξία των γονέων που ανυπομονούσαν να διδάξουν στο παιδί ανάγνωση σε πρώιμη ηλικία «η πλεονεξία του πατέρα και της μητέρας να μάθει ο Δημητράκης πολλά γράμματα για να τον επιδείχνουν ανόητα και ματαιόδοξα, να τον καμαρώνουν που τόσο μικρός γράφει, διαβάζει», το ενδιαφέρον για την αξιολόγηση «αν ο δάσκαλος γράψει στον έλεγχο κάμπια παρατήρηση που αναφέρεται στην ψυχή του παιδιού οι γονείς την αφήνουν απαρατήρητη, αυτοί κοιτάζουν μόνο τα νούμερα» και η αδιαφορία για την παρατήρηση του παιδικού παιχνιδιού, του κατεξοχήν παιδαγωγικού μέσου «ποιος πατέρας η ποια μητέρα προσέχει το παιδί της όταν παίζει, δεν το παρακολουθούμε την ώρα εκείνη που έχει την ψυχή του διάπλατα ανοικτή», η θεώρηση της πληρωμής ως μοναδικού καθήκοντος που απαλλάσσει τους γονείς από την παρακολούθηση της σχολικής ζωής τους «και ο φιλότιμος αυτός γονεύς, γεμάτος ικανοποίησιν επιστρέφει από το Ταμείον της Σχολής. Είναι η υπέρτατη ηδονή της εκπληρώσεως του καθήκοντος».
Στηλιτεύεται ακόμα η εμμονή στην αρχαιολατρία που επιβάλλει τη θυσία του παρόντος σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν και η επιβολή μιας ψυχρής γλώσσας που συνεπάγεται την περιφρόνηση της «ζωντανής μας γλώσσας και την αποκοπή από τη ζώσα πραγματικότητα και από την καθημερινότητα και τέλος η εργαλειακή χρήση της γλώσσας ως έκφρασης της εθνικής μας συνέχειας. Καταγγέλλει την εμμονή στην καθαρεύουσα, η οποία δεν επιτρέπει την επαφή με τους μεγάλους νεοέλληνες λογοτέχνες που αποτελούν εθνικό κεφάλαιο, δεν επιτρέπει την ανάπτυξη της σχέσης με το δημοτικό τραγούδι και τέλος προετοιμάζει την υστέρηση του νεοέλληνα σε σχέση με τα άλλα έθνη που διδάσκονται τη σύγχρονή τους λογοτεχνική παράδοση.
«Εις τα Γυμνάσια όπου εφοιτήσαμεν, ημπορεί πολύ η ολίγον να έμαθεν ο καθένας κάποια στοιχεία ομηρικού μέτρου, τριγωνομετρίας και χημείας και άλλα πολλά. Εκείνο το όποιον δεν μάθαμε είναι ότι υπάρχει μία Νεοελληνική λογοτεχνία με αξίους και εκλεκτούς συγγραφείς που δημιούργησαν την σύγχρονον πνευματικήν μας παραγωγήν και παρουσίασαν εις ωραία έργα όλας τας εκδηλώσεις του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού. Την λογοτεχνίαν αυτήν αγνοούν τα οκτώ και τα εννέα δέκατα του ελληνισμού. Ο Κάλβος και ο Σολομός, ο Τυπάλδος, ο Μάρκας, ο Βαλαωρίτης και ο Παλαμάς είναι μια σειρά πνευματικής δημιουργίας που δεν πρέπει να μείνει άγνωστη εις την γενεάν που έρχεται, η θεατρική μας παραγωγή, με τα πλέον άξια και εθνικά της έργα, το Διήγημα με τα ονόματα του Καρκαβίτσα και του Παπαδιαμάντη και του Χατζόπουλου κ. α, φιλολογική όσον και βαθειά εκπολιτιστική σημασία του υπέροχου Δημοτικού μας τραγουδιού, κάθε κλάδος λογοτεχνικός που μόρφωσε τώρα τελευταία στο Έθνος εργασίαν φωτεινήν και ευπρόσδεκτον, αυτά ως στοιχεία τουλάχιστον χρεωστεί να γνωρίσει ο έφηβος του Γυμνασίου που θα διάβαση αύριο, θα μελετήσει και θα αυτογνωρισθεί από την φιλολογίαν του Έθνους. Σε άλλα έθνη οι απόφοιτοι των κλασικών σπουδών των Γυμνασίων να που μεν, έχουν όλα τα εφόδια παρμένα από την Σχολήν για να παρακολουθήσουν την εθνικήν των φιλολογίαν και δι΄αυτό το Βιβλίον σε όλους τους άλλους λαούς, διαβάζεται, κρίνεται, συζητείται. Σ΄ εμάς ούτε γνωρίζεται. Και για αυτό ούτε υπάρχει». Μία άλλη θεματική κατηγορία, που συνειδητά ο Καπετανίδης αφιερώνει πολλά άρθρα είναι η αναζήτηση του ιδεώδους του Νέου Ελληνισμού. Η αντίληψη αυτή, περιλαμβάνει κατά τον αρθρογράφο την καταπολέμηση του ραγιαδισμού και την κάθαρση από τις προλήψεις, την άρση της αρχαιομανίας, τη διάπλαση του σύγχρονου εθνικού πολιτισμού, τη στήριξη του κινήματος του εκπαιδευτικού δημοτικισμού και την αντικατάσταση της καθαρεύουσας από τη δημοτική τον περιορισμό της θρησκοληψίας και του βυζαντινισμού στην Ανατολή, την οικοδόμηση μιας εκπαίδευσης που θα ξεφύγει από την κενότητα και τη στείρα αποστήθιση και τέλος τη συστράτευση στον αγώνα της κοινωνικής αναγέννησης των Νέων της Ανατολής.
Παρά τις φαινομενικές όμως αντιθέσεις ανάμεσα στις δύο εκφράσεις εθνικού λόγου, εκείνης της συνέχειας και αυτής του Νεοελληνισμού, στο σύνολο της θεώρησής του ο Καπετανίδης φαίνεται να επηρεάζεται ουσιαστικά από το μητροπολίτη Χρύσανθο. Ελληνοθωμανισμός και εθνικισμός αποτελούν δύο όψεις του ελληνικού πολιτισμικού ή εθνικού ιμπεριαλισμού. Ο Χρύσανθος και ο Καπετανίδης ως εκπρόσωποι των ηγετικών ελίτ του Πόντου επεξεργάστηκαν διαφορετικά σενάρια και στρατηγικές, ερμηνεύοντας, κάτω από διαφορετικό πρίσμα τις δυναμικές της συγκυρίας. Θα μπορούσαμε λοιπόν να διατυπώσουμε την υπόθεση ότι ο Μητροπολίτης έβρισκε στον έντυπο λόγο του Καπετανίδη ένα έμμεσο βήμα για να εκφράσει κάτω από συγκυρίες που τον ευνοούσαν την προσχώρησή του στο νεοελληνικό εθνικισμό. Επειδή όμως μια τέτοια προσχώρηση θα έθετε σε κίνδυνο το ποίμνιό του, αλλά και τη σχέση του με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ο Χρύσανθος ενθάρρυνε την έκφραση της συγκεκριμένης ιδεολογίας από τον θαυμαστή του και ζηλωτή Ν. Καπετανίδη, κάτι που ο τελευταίος το πλήρωσε με τη ζωή του.
Η χρονική στιγμή που επιλέχθηκε από τον Καπετανίδη για την έκφραση των εθνικών αντιλήψεών του αποκτά ειδικό βάρος, καθώς συνδυάζεται όχι μόνο με τη διαδικασία εκτουρκισμού των μιλλέτ από το Νεοτουρκικό Κράτος, αλλά και με την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων από την Τραπεζούντα, την παρουσία του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία και επομένως την έξαρση του νεοελληνικού εθνικισμού και του ευρωπαϊκού νεοαποικιοκρατικού πνεύματος, αλλά και με την επίταση της κεμαλικής βίας σε βάρος των Ελλήνων. Η πένα του Καπετανίδη ήταν γλαφυρή και αποτύπωνε όλες τις συναισθηματικές αποχρώσεις της θερμής ιδιοσυγκρασίας του.
Με το γιό του αδελφού του εθνομάρτυρα Ν. Καπετανίδη
Ο λόγος του είχε όλα τα στοιχεία του λυρισμού, της ενθουσιαστικής έξαρσης και του ρομαντισμού. Μέσα στο λυρικό τοπίο που έστηνε με τη σκέψη του άνθιζαν όλα τα λουλούδια: το πάθος για τα ανώτερα ιδανικά, η αγάπη για τη ζωή, ο πόθος για έναν καλύτερο κόσμο, πλασμένο με πιο αγνά υλικά. Η φωνή του ακόμα και σήμερα ακούγεται στεντόρεια και αναδύεται μέσα από τα βάθη της ύπαρξής μας οικοδομώντας τον κόσμο του. Έναν κόσμο στον οποίο δε χωρούσαν οι συμβιβασμοί, οι βρώμικες συναλλαγές, ο εύκολος πατριωτισμός, οι βυζαντινές ίντριγκες, οι αμφίρροπες ισορροπίες, το κυνήγι του πλουτισμού. Ένας κόσμος που ήταν έτοιμος να αποβάλει τα φτηνά και κενά ιδανικά του παρελθόντος και να χαράξει νέους προσανατολισμούς. Μέσα σε αυτό το ασυμβίβαστο πλαίσιο η νέα εποχή που ο ίδιος ευαγγελιζόταν για τον Ελληνισμό σημασιοδοτούνταν από συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: την αποκατάσταση των αξιών, το σεβασμό των ατομικών ελευθεριών, την πένα της δημιουργίας και της παραγωγικότητας. Για τον Καπετανίδη ο Ελληνισμός ήταν ζωντανός, αποτελούσε υπεραξία και βίωνε μια περίοδο αναδημιουργίας, αυτοσυνείδησης και ευαισθητοποίησης πάνω στα δεδομένα ενός καινούριου σύμπαντος. Όφειλε λοιπόν να γνωρίζει την ιδιαιτερότητά του, να αισθάνεται περήφανος για το παρελθόν του, να μετουσιώνει τους αγώνες του σε έκφραση και ποίηση, να υπηρετεί το καλό και να οραματίζεται το μέλλον χωρίς φοβίες. Πάνω από όλα η δύναμη που καλούνταν να ενεργήσει για να μετασχηματίσει τη μοιρολατρία σε δράση και την ενδοτικότητα σε επιμονή, εσωτερικό πλούτο και ενέργεια, ήταν μια νεόκοπη νεοελληνική συνείδηση που αναδυόταν σε όλα τα κείμενά του .
Στρατιώτης στον Οθωμανικό στρατό.
Ήταν η συνείδηση του χρέους, της αλήθειας, της πίστης. Ήταν η συνείδηση μιας δύναμης χωρίς όρια, χωρίς συμβάσεις, χωρίς κανόνες. Και ο Καπετανίδης πίστευε ακράδαντα ότι αυτή η πίστη ήταν αρκετή για να καθαρθούν τα σφάλματα του παρελθόντος, για να κλείσουν οι πληγές των Ελλήνων και να αναδυθεί ο κόσμος του φωτός. Γιατί μόνο μέσα από την κάθαρση των σάπιων στοιχείων του παρελθόντος ήταν κατά τον Καπετανίδη δυνατή η θέαση του μέλλοντος. Και σε αυτή την καθαρτήρια φλόγα συμπεριέλαβε τα πάντα: «τις περί το Πατριαρχείο δολοπλοκίες, τις αμφισβητήσιμες ισορροπίες των λοιπών εφημερίδων της εποχής του, τους λογίους που είχαν συνταχθεί στο πλευρό του οθωμανισμού, τους καιροσκόπους τυχοδιώκτες που απομυζούσαν τον ιδρώτα του λαού στη μαύρη αγορά συσσωρεύοντας ανόσια πλούτη». Τα κελεύσματα της Κίρκης δεν δελέαζαν τον Καπετανίδη. Αυτόν τον ήρωα που είχε αποφασίσει: ή όλα ή τίποτα. Η μοίρα είναι πάντοτε σκληρή με τους γενναίους, αυτούς που τολμούν να πουν το μεγάλο ναι ή το μεγάλο όχι. Αυτούς που παλεύουν για την αλήθεια χωρίς φτιασίδια. Και η μοίρα του Καπετανίδη ήταν ο θάνατος. Ο Δημήτρης Ψαθάς μιλά με σεβασμό για τον αντρειωμένο αγωνιστή της δημοκρατίας και της αλήθειας: «Ήταν, όλος ζωή και δράση, βίαιος, ορμητικός στα άρθρα του, γεμάτος από φλόγα πατριωτική και όνειρα για μια ελεύθερη και ανεξάρτητη πατρίδα. Αγαπούσε με πάθος την Ελλάδα, είχε πολιτική τελείως αντίθετη με τους Σεράσηδες κι αντιμαχόταν με βιαιότητα τον Φάρο της Ανατολής». Τον είχαν προγράψει οι μικρόψυχοι συμπολίτες του που συμμαχούσαν με το κέρδος ή βαυκάλιζαν τον κατακτητή.
Τον είχαν προγράψει και οι Τούρκοι γιατί δε δίσταζε να καταγγείλει τη γενοκτονία του Ελληνισμού του Πόντου: « Εις την Κερασούντα ολονέν αγριεύει η καταδίωξις των ομογενών υπό του απαισίου Οσμάν αγά και των οργάνων του. Ληστείαι, φόνοι, απαγωγαί δεν έλειψαν ουδ επί στιγμήν. Τα θύματα απεδείχθη ότι φονεύονται εις το παράλιον χάνιον Ασλάνογλου και εντός σάκκων ρίπτονται εις την θάλασσαν. Η Κερασούς κυριολεκτικώς σφαδάζει υπό την πτέρναν του τυράννου. Τα όργανα του Οσμάν αγά έχουν ανοίξη δήθεν κλούπ, εις το οποίον προσκαλούμενοι οι ομογενείς καταδικάζονται αυτοστιγμεί απαλλάσσονται δε από την καταδίκην έναντι πληρωμής μεγάλων χρηματικών ποσών. Αλλά και μετά την πληρωμήν αποστέλλοντο εις την εξορίαν και καθ’ οδόν φονεύονται.
Την 1η Αυγούστου του 1919 με τον τίτλο Λογοκρισία, καταγγέλλει την επιβολή της ποινής στην εφημερίδα του, γιατί τολμά να λέει τα πράγματα με το όνομα τους:« Λογοκρισία λοιπόν. Αυτόν τον ψίθυρον ακούομεν χθες και σήμερον και μας φαίνεται περίεργον πώς το μανθάνομεν τελευταίοι… Αν είναι ακριβής η είδησις, αισθανόμεθα εκ των προτέρων πόσον σκληρά θα μας πλήξει το ψαλίδωμα του λογοκριτού. Οι αναγνώσται των εφημερίδων ας ετοιμασθούν να ιδούν κενά εις τας στήλας των και εκ καρδίας να μην υποστώμεν το ανηλεεές αυτό ψαλίδωμα. Και όμως το φοβούμεθα τόσον πολύ…».
Ο Καπετανίδης παρέμενε ατρόμητος, χωρίς φόβο μπροστά στον κίνδυνο που τον περικύκλωνε. Η στάση ζωής και όχι η μοίρα του είχε προδιαγράψει πολλές φορές τη θανατική καταδίκη του. Δεν πτοήθηκε ποτέ, ούτε κατά την επίσκεψη του αιμοσταγή σφαγέα του Πόντου, Τοπάλ Οσμάν, ο οποίος, μέσα στα γραφεία της εφημερίδας Εποχή του έκανε σκληρές συστάσεις απαιτώντας να μην καταγράφει τα εγκλήματα, που διέπραττε με τη συμμορία του ως εκτελεστικό όργανο του Μουσταφά Κεμάλ. Η τρομοκρατία που δεχόταν ο ίδιος, αλλά και το περιβάλλον του δεν τον λύγιζαν. Ας μην ξεχνούμε ότι νιόπαντρος με την Αγλαΐα, την πανέμορφη κόρη του τραπεζίτη Μεταξά μπορούσε να γλυτώσει τη ζωή του και να συνεχίζει να ζει πλουσιοπάροχα, κάνοντας έκπτωση στις αρχές του.
Αγλαϊα Μεταξά.
Στην εφημερίδα του, αλλά και στους δημόσιους χώρους συνέχιζε να καταφέρεται εναντίον των γενοκτόνων με δυναμικά άρθρα, όπως το παρακάτω:«…Η κακούργος σπείρα η οποία ηδονικώς και με ανέκφραστον αγριότητα ερρόφησε το αίμα μας καθ’ όλην την διάρκειαν του πολέμου, οι λησταί οι οποίοι παντοιοτρόπως μας εξεγύμνωσαν, οι δολοφόνοι οι οποίοι εσκότωσαν τόσα διαλεκτά παλληκάρια μας, οι κτηνάνθρωποι οι οποίοι δεν μας άφησαν κορίτσια και τιμήν, όλοι, τέλος, οι αισχροί εταίροι της Καμόρας, οι οποίοι έσπειραν εις την Κερασούντα τον όλεθρον, την ατιμίαν και τον θάνατον, ασυστόλως και προκλητικώτατα εξακολουθούν να επιβάλλωνται ακόμη επί των ταλαιπώρων Ελλήνων, εξακολουθούν να απειλούν, εξοπλίζουν τους διαφόρους κακούργους και τρομοκρατούντους ομογενείς».
Eίναι αξιομνημόνευτη η γενναιοψυχία του δημοσιογράφου και εκδότη της εφημερίδας Eποχή της Tραπεζούντας Nίκου Kαπετανίδη, όχι μόνο καθ’ όλο το διάστημα της φυλάκισης αλλά και την ώρα της απολογίας: «Όταν ο πρόεδρος Eμίν μπέης του ανέγνωσε το κατηγορητήριον, ότι επεδίωκε την ανεξαρτησία του Πόντου, ο Tραπεζούντιος δημοσιογράφος Nίκος Kαπετανίδης, τον διέκοψε:- Όχι, κύριε πρόεδρε! Eγώ ήθελα την απ’ ευθείας ένωσιν του Πόντου με την Eλλάδα!…».
Tην 21η Σεπτεμβρίου 1921, ημέρα Tετάρτη, 69 μελοθάνατοι οδηγήθηκαν στην αγχόνην με ακμαίο το εθνικό φρόνημα, με το κεφάλι ψηλά, με την Eλλάδα στα φυλλοκάρδια τους και με την κραυγή “Zήτω η Eλλάδα μας”. Ο δημοσιογράφος Nικόλαος Kαπετανίδης ζήλεψε από πατριωτισμό την τύχη των 69 εθνομαρτύρων, γιατί προς στιγμή πίστεψε ότι μπορεί να μην τον εκτελέσουν. Την ώρα της εξόδου από τις φυλακές αποχαιρετώντας τους συναθλητές του είπε άφοβα, με θάρρος και ενθουσιασμό τα παρακάτω λόγια:« Xάνω ένα Eθνικό Πανηγύρι!». Δεν το έχασε όμως. Λίγες ημέρες μετά ο N. Kαπετανίδης, ο βουλευτής Tραπεζούντας Ματθαίος Kωφίδης και ο Ευστάθιος Aκριτίδης, είχαν την ίδια τύχη.
Kάτω απ’ τον ίσκιο της αγχόνης άφοβος, αληθινός αγωνιστής, συνεπής με τις ιδέες του μέχρι την έσχατη ώρα, ψυχή μέχρι τα τρίσβαθά της ελληνική, αντίκρυσε και τον θάνατο με το ίδιο υπεράνθρωπο θάρρος όπως φαίνεται από τα τελευταία του γράμματα με τα οποία παρηγορούσε και ενεθάρρυνε τους δικούς του: «Θα μάθετε από τους ολίγους που θα περισωθούν ότι μήτε το θάρρος μήτε η ψυχραιμία μ’ εγκατέλειψαν ως την τελευταία μου στιγμή… Eν τούτοις η ψυχή μου βαρύτατα πενθεί, διότι σας αφήνω για πάντα… Tέτοιος θάνατος σαν το δικό μου είναι ωραίος, δοξασμένος… Γι’ αυτό μη λυπηθήτε… Eσύ, μανούλα μου, εγκαρτέρησε. Eτίμησα τα στήθια σου και τ’ όνομά σου με το θάνατό μου… O θάνατος είναι τιμή για όλους μας. Θαρσείτε και καρτερείτε, μια φορά κανείς πεθαίνει…».
O καπουτσίνος μοναχός C. G. Zohrabian, στο ημερολόγιό του, που αναφέρεται στη μισσιοναρική ζωή του στη Mικρά Aσία και συγκεκριμένα στην Tραπεζούντα, γράφει: «O Kαπετανίδης άκουσε την καταδίκη με ηρεμία. Έγραψε τη διαθήκη του έμμετρη σε ένα τραπεζικό χαρτονόμισμα: “Aγαπημένοι μου κατηγορήθηκα άδικα, πεθαίνω με θάρρος και παρακαλώ τον Kύριο να απελευθερώσει την άτυχη ορθοδοξία από τα χέρια των σκύλων διωκτών μας…». Φάνηκε τολμηρός μέχρι το τέλος. Πριν ανέβει στο ικρίωμα μίλησε με σταθερή φωνή για την καταδίκη του, μετά πέρασε το σχοινί στο λαιμό του κι έσπρωξε το σκαμνί. Δύο λεπτά αργότερα πέρασε στην αιωνιότητα”.
Τον Καπετανίδη όμως τον δικαίωσε η ιστορία. Γιατί στάθηκε ενώπιον της όπως ήταν: ατσαλάκωτος, αρυτίδωτος γεμάτος πάθος για την αλήθεια, αγνός οραματιστής ενός κόσμου που άρχισε να πραγματώνει το δικό του όραμα μοχθώντας στην ελλαδική επικράτεια. Πραγματικά, ο νέος κόσμος, αυτός τον οποίο οραματίστηκε, με την ατελεύτητη δυναμική του ανέτειλε λίγα χρόνια μετά. Η πατρίδα όμως, ο Πόντος, ως κοιτίδα του Ελληνισμού είχε σβήσει, ήταν πια μια ανάμνηση ή ένα φτερούγισμα σκέψης.
Και ο Καπετανίδης περιβεβλημένος από φως έδρεψε τους καρπούς της αλήθειας του κατακτώντας μια θέση στην ψυχή των Ελλήνων του Πόντου. Γιατί αναδείχθηκε σε σύμβολο του ανίκητου πόθου για την ένωση του Πόντου με την Ελλάδα. Γιατί λειτούργησε ως η ακάματη συνείδηση του νέου Ελληνισμού, αυτή που ανήγαγε την εθνική συνείδηση σε υπεραξία, σε χρόνια που δοκιμάζουν την αντοχή μας και τραυματίζουν την ψυχή μας.
Ο δρόμος του είναι δύσβατος, χωρίς εύκολες προσαρμογές. Και το πρόσταγμά του είναι ιερό για όλους εμάς που αναπολούμε το μεγαλείο της ψυχής του. Χρέος μας λοιπόν να αναδείξουμε τον ηρωισμό του και να δικαιώσουμε τα οράματά του. Και θα δούμε ξαφνικά να φουντώνουν ξανά «τα φτερά τα πρωτινά μας τα μεγάλα..», όπως λέει ο ποιητής.
Κωνσταντίνος Φωτιάδης
Ομότιμος Καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
kfotiadis@mac.com