Barış İçin Aktivite
Barış I Eirini I Peace I Aşiti

Θέλετε να σασ πω τι έγινε στην Τουρκία: Αυτά επαθαμεν οι Ελληνες

Χαράλαμπος Μητσόγλου Γεννήθηκε το 1902 στο Τοούζ Αγά της Μπάφρας του Πόντου

0 351

Χαράλαμπος Μητσόγλου
Γεννήθηκε το 1902 στο Τοούζ Αγά της Μπάφρας του Πόντου

Όταν ο Χαράλαμπος Μητσόγλου ήρθε από την Ανατολή ήταν 22 ετών, δε γνώριζε λέξη ελληνικά, και είχε δει με τα μάτια του αρκετά ώστε να διηγείται για το υπόλοιπο της ζωής του. Έζησε χρόνια στο βουνό. Το χωριό του, το Τοούζ Αγά της Μπάφρας, καταστράφηκε. Οι δύο γονείς του, τα τέσσερα αδέλφια του, Λευτέρης, Αβραάμ, Γιώργος και Κυριακή, οι γαμπροί του – συνολικά δώδεκα μέλη της οικογένειας του – και αναρίθμητοι συμπατριώτες του χάθηκαν στη Γενοκτονία. Ο ίδιος ήρθε στην Ελλάδα με τις τρεις αδελφές του, μόνοι επιζώντες του χωριού τους. Το μίσος του για τους Τούρκους εκφέρεται με δυνατή φωνή και πάθος. Σήμερα, λόγω της εντυπωσιακής υγείας και μνήμης του στη μοναδική ηλικία των 109, αποτελεί ζωντανό μνημείο. Η αφήγηση του, σε ελληνικά με τούρκικο «χρώμα», παρατίθεται ακέραιη με τις ελάχιστες δυνατές προσθήκες.

Θέλετε να σας πω τι έγινε στην Τουρκία; Σφαγή έγινε…

Οι περίφημοι «Μπαφραλήδες», οι τουρκόφωνοι Χριστιανοί του Δυτικού Πόντου, υπέφεραν ίσως περισσότερο από κάθε Έλληνα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας: «Τι έγινε στη Μπάφρα, από το Α μέχρι το Β, ξεύρω…Εκεί μέσα είμαι. Όλη η σφαγή, κάψιμο, τα παιδιά, οι γυναίκες, τα είδα…Το χωριό μου, Τοούζ Αγά λέγαν το. Μεγάλο ήταν, δυο εκκλησιές είχαμε. στην άκρα το χωριό είχε και 5-6 τούρκικες οικογένειες. Σχολείο δεν πήγα, ήμουνα στα βουνά…Τα σχολεία έκλεισαν…Πατέρας, μητέρα, όλοι στο βουνό πάνε…Οι Τούρκοι όλους τους έκοψαν…».

Σε μια απροσδιόριστη εποχή, που χάνεται στα βάθη της ιστορίας, οι κάτοικοι κλήθηκαν να επιλέξουν αν θα άφηναν τη γλώσσα ή τη θρησκεία τους. Και επέλεξαν το πρώτο. «Πολλά χρόνια χρόνια ήταν μπροστά, αιώνια, όταν πήρανε την περιφέρεια οι Τούρκοι, είπανέ την Μπάφρα: «θρησκεία θα αφήσετε ή γλώσσα». Και λένε οι Έλληνες τη γλώσσα αφήνουμε, θρησκεία δεν αφήνουμε. Στην Τουρκία ήταν η θρησκεία. Καμπάνα χτυπούσε, ο κόσμος στην εκκλησία…Με τους Τούρκους στην αρχή καλά ήμαστε. Σαν αδερφός. Κοντά ήταν ένα μικρό χωριουδάκι, έρχονταν την Κυριακή στην εκκλησία. Και μετά τους φιλοξενούσαμε στο σπίτι: έλα Ισμαήλ, έλα Χασάν…Κι έρχονταν».

Η ώρα της κρίσης άρχισε με τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και την εισβολή της Ρωσίας στα τουρκικά εδάφη, που έδωσε ελπίδες για ένοπλο αγώνα στους Χριστιανούς του Πόντου: «Κατεβαίνουν απ’ τα χωριά τους και παίρνουν τα όπλα οι Έλληνες τα μισά, πλάκωσαν οι Τούρκοι και βγήκαν στο βουνό, ύστερα δυο χρόνια εμείς. Στο αντάρτικο ήτανε διάφορα όπλα…Ρωσικά λίγα ήτανε, μεγάλη σφαίρα παίρνανε. Αλλά όπλα είχε, σφαίρες δεν είχε…Όσοι πήραν, πήραν. Αυτοί ήταν απάνω στα ψηλά. Μετά δυο χρόνια ήρθε σε μας. Μετά τους Αρμεναίους, αρχίνησε [ο διωγμός και] σε μας. Καλέσανε δυο-τρεις κλάσεις. Δυο γαμπροί μου, μάζεψαν όσους ήταν για επιστράτευση και κατέβηκαν στην Τραπεζούντα, στο Τοχάτ. Εκεί στην παραλία, τους έβαλαν θεριστική βολή. Τους σκότωσαν. Δεν πήγαινα στο μέτωπο…Μετά [οι Τούρκοι] κάλεσαν πάλι στρατιώτες. Ο αδελφός μου πήγε στην κλάση του. Στη Σαμψούντα, 600 λίρες πληρώσαμε, ήρθε ο αδερφός μου. Στο δρόμο [που ερχόταν μαζί] με το συμπέθερό του, τον σκότωσαν…Μετά αρχίνησε πληγή. Αυτό γίνεται όταν τελείωσαν με τους Αρμεναίους, το ’14. Μας κάλεσαν στρατιώτες και στο δρόμο μας σκότωναν. Τους παπάδες, τους δασκάλους, όλους τους εμπόρους – Έλληνες ήταν οι έμποροι και οι Τούρκοι το ξέρανε. Πολλοί έλληνες ήμασταν εμείς εκεί. Πιο πολλοί και απ’ την Ελλάδα…Εμείς εκεί 4,5 εκατομμύρια ήμαστε. Πλούσιο όλοι έλληνες ήταν. Φόρο από μας παίρνανε. Οι Τούρκοι δε δουλεύανε. Όλοι οι εγγράματοι Έλληνες από την Τραπεζούντα ήταν. Και σε ένα χωριό, και πέντε οικογένειες να είχε, σχολείο είχαν. Σχολείο και εκκλησία».

«Όταν η Ρωσία κατέβηκε Τραπεζούντα, ήταν ένας αρχηγός, Τσαούς-Αντών (=Αντώνης ο Λοχίας) λέγαν τον. Αυτός κράτος θα’ κανε σε μας εκεί. Τολμηρός άνθρωπος, κατέβαινε μέσα στην αστυνομία στη Σαμψούντα. Αστυνομία τουρκική δεν μπορούσαν να τον πειράξουν, τρέμουν». Εκτός απ’ τον Τσαούς-Αντών, υπήρχαν πολλοί καπετάνιοι στην περιοχή που έκαναν επιδρομές στα τουρκικά χωριά: «Αυτοί ήταν όλοι μαζί απ’ τη Σαμψούντα, πέρα. Τους ακούγαμεν…Όταν ήρθεν η ώρα να χτυπήσουν ένα τουρκικό χωριό, πήγαιναν όλοι μαζί και χτυπούσαν. Παίρναν τα ζώα του, τα γεννήματα του, φεύγουν απάνω στο βουνό και τα μοίραζαν. Ένας από τους Τούρκους ήταν κοντά, τσοπάνος. Έχει ένα μέρος τα ζώα του ελεύθερα. Αυτός δυο χρόνια τροφοδοτούσε εμάς. Οι καπετάνιοι έπαιρνα τα τρόφιμα και τα μοιράζανε στον κόσμο…». Το αντάρτικο δε θα επιβίωνε χωρίς τους τροφοδότες. Θυμάται ακόμη πώς οι Τούρκοι σκότωσαν έναν τροφοδότη, τον Ανανία μετά από προδοσία. Τον σκότωσαν «όπως πιάνεις τα βουβάλια και τα σφάζεις με το ξίφος. Πέρασαν κοντά μου 200 μέτρα…». Στη μάχη ήταν διαφορετικά: «Οι Τούρκοι δεν πολεμάν…Σηκώναν τα χέρια τους μόνο. Σου λέω, σε ένα στενό δρόμο, ρίχναμε ένα δέντρο, έρχονταν εκεί στην ενέδρα, σκοτώναμε 4-5 και υπόλοιποι φεύγουν…Δεν πολεμάν οι Τούρκοι. Άμα είχαν όλοι [οι] άντρες όπλα, Τούρκοι δεν θα ανέβαιναν. Αλλά πουτάνα Αγγλία.Τάφος της Ελλάδας, η Αγγλία είναι. Να ξέρεις ατό…».

Τα πράγματα άλλαξε άρδην η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917: «Πετάνε οι Ρώσοι τα όπλα επειδή έγινε κομμουνισμός…Τότε βρώμισαν τα πράματα. έρχονατι στο χωριό οι Τούρκοι, καλάνε τους μεγάλους. Πάνε στη Σαμψούντα, μια πόλις 40 χιλιόμετρα απ΄την Μπάφρα, κι εκεί τους σκοτώνουν. Και το ’16 [που] ήρθε η καταδίωξη, φεύγουμε στο βουνό. Από το ’16 μέχρι το ’18. Η δική μας περιφέρεια ησυχία ήτανε. Και το ’18 δίνουν μια διαταγή για ανταλλάξιμους και κατεβαίνουμε στα σπίτια. Τότε τον Αντών ήθελαν να σκοτώσουν, μετά δεν μπορούσαν…Κατεβήκαμε ήσυχα στο χωριό…Εμείς νομίζαμε θα μείνουμε στα χωριά μας. Σηκώνομαι ένα πρωί με τον πατέρα, να πάμε στη Σαμψούντα. Μου είχε πει απ’ το βράδυ. Καθόμασταν στο καφενείο μπροστά, ο πατέρας μου στα δεξιά, έρχεται ένας Τούρκος τζανταρμάς (=χωροφύλακας): “Γκιαούρ!”. Άγρια φωνή (γκιαούρ μας λέγανε οι Τούρκοι). “Ξέρεις, λέει, τον Αντών;”, “Ε, πώς να μην ξεύρω. Έρχεται [στο σπίτι μας], τρώει, πίνει αλλά ο ίδιος δεν κοιμάται καθόλου. Τα παιδιά κοιμούνται”. (Μια βραδιά, θυμούμαι ο πατέρας μου με ρώτησε. Του έδωσε παστάλ (φύλλα καπνού επεξεργασμένα) που σαν μπαρούτι ήτανε). Ήρθε κοντά στον Τούρκο ο πατέρας μου, του λέει ο Τούρκος: “Γκιαούρ, έλα μαζί μου τον Αντώνη αφού ξεύρεις”. Και παίρνει τον πατέρα μου, πηγαίνει στη Σαμψούντα, μέσα. Το κεφάλι του Αντών έφεραν. Του είχαν κόψει το κεφάλι. Ο κουμπάρος του τον πρόδωσε. Το ’18 γίνεται αυτό. Στο χωριό ο κόσμος κλαίει…».

Όταν ο κόσμος κατέβηκε από το βουνό πιστεύοντας πως οι Τούρκοι θα έδιναν αμνηστεία, πλανήθηκε: «Τότε άρχισε σφαγή. Λέγανε οι Τούρκοι “εξορία θέλεις ή φυλακή στη Σουρμελιού;» (σ.σ. ελληνικό χωριό, έδρα της τοπικής τουρκικής χωροφυλακής). Γελάστηκε ο κόσμος, πήγανε στη Σουρμελιού. Οικογένειες ολόκληρες. Ο γαμπρός μου ήτανε γερός, καπνοέμπορος. Πάει στη Μπάφρα μέσα, με τα καπνά του, ένα ζευγάρι βόδια και ένα βουβάλι αρμέξιμο. Εκεί πιάστηκαν. Κι άρχισαν να αγριεύουν…Εμείς στο χωριό τώρα δε ξέρουμε τι γίνεται στο άλλο χωριό. Και μια χήρα – Ελληνίδα – ήρθε και λέει “Σκοτώνουνε μες στα σπίτια. Τους Έλληνες στην πόλη μέσα…Ότι θέλεις κάνουνε”. Η αδελφή μου ζεύει το βουβάλι με ένα σκοινί στο λαιμό – η Μπάφρα ήτανε ίσιο μέρος – και πάμε μαζί προς τη Μπάφρα…Από το χωριό μας δυόμιση ώρες μέχρι την πόλη. Ήταν όλο Έλληνες, μόνο τρία χωριά ήτανε τουρκικά. Άρχισε να ψιχαλίζει. Περάσαμε τα τουρκικά φυλάκια…Στο δρόμο βλέπαμε, όλα τα έκαψεν ο Τούρκος…Περνούντες από τη Σουρμελιού, ακούμε βουή. “Σταμάτα εσύ, μου λέει η αδερφή μου, θα πάω να δω εγώ”. Πτώματα παντού…Ακόμα βουίζει το κεφάλι μου…Εκεί στη Σουρμελιού είχαν μαζέψει τους άνδρες κι είχαν κάνει θεριστική βολή. Στο χωριό μετά γυρίσανε και κάψανε και τις γυναίκες και τα παιδιά. Αρχίνησαν από κει, κάψιμο συνέχεια…Τους παπάδες τους έπιαναν και τους έδεναν πίσω από το άλογο…Και μετά λέγανε “Ελάτε να δείτε, ένα σκυλί σκότωσα…”.

Αυτά επάθαμεν οι Έλληνες…»

«Το ’18 πάλι εμείς στο βουνό. Σκορπισμένοι, σαν τα ζώα. Όταν έρχονταν Τούρκοι, όλοι μαζί μαζευόμασταν. Σαν άγρια ζώα….Ούτε τα ζώα μας, ούτε τίποτα. Εγώ που ζω τώρα, χελώνες έφαγα. Δυο μήνες. Γι’ αυτό ζω. Πέθαιναν κόσμος από την πείνα…Ένας Έλληνας, αν το πιστεύεις, πέθανε η νύφη του και έβαλε το κορίτσι στο καζάνι. έκοψε τα χέρια της, τα έβρασε και τα έφαγε…Με τα μάτια μου το’ δα αυτό».

Από τους Τούρκους μόνο ελάχιστοι από μία συγκεκριμένη φυλή που αντιστρατευόταν τον Κεμάλ, βοηθούσαν τους Έλληνες: «Ένας Τσερκέζος, στον κάμπο της Μπάφρας, ο παππούς του ήταν παπάς. Και αυτός βοηθούσε, ήξερε ότι θα [μας] σκοτώσουν. Ήρθε και αυτός μαζί μας. Αλλά στριμωγμένα ήταν».

«Τραβήξαμε πολλά βάσανα. Πείνα και σκοτωμός…Ούτε γιατρούς, τίποτα. Φάρμακα δε ξέραμε ‘μεις…Όπλο είχε, σφαίρα δεν είχε. Όπως ένα μπαστούνι…Από την Άγκυρα κατεβαίνει στην Μπάφρα ένα ποτάμι, στην άκρα. Από την πέρα μεριά, ένα χωριό, Τέκετζε το λέγανε.Έλληνες. Τους βάλανε στον Αϊ-Γιώργη, στην εκκλησία μέσα και τους έκαψαν. Και μετά θεριστική βολή στον κόσμο. Ανάμεσα τους ήταν ένα κορίτσι 13-14 χρονών που έμεινε. Έζησε. Φώναξαν οι Τούρκοι “Όποιος είναι ζωντανός, ας σηκωθεί, δε θα τον πειράξουμε”. Δε σηκώθηκε. Μόλις αυτοί έφυγαν, το κορίτσι ήρθε στο βουνό μες στα αίματα…Τέτοια καταστροφή έκαμαν την Μπάφρα…Σκοτωμός όλη την περιφέρεια. Όσοι ήτανε στη Μπάφρα μέσα, έμειναν. Όλους τους πήραν απ’ τα σπίτια κι απ’ τα ταβάνια και τα υπόγεια και τους πήγαν στο μεγάλο ποτάμι – σαν το Στρυμόνα. Βαθύ, μεγάλο, αν δεν ξέρεις κολύμπι, δεν μπορείς να περάσεις. Εκεί σκότωναν και οι άνθρωποι πέφταν στη θάλασσα…Καθάρισαν όλους τους Έλληνες εκεί. Τελευταία, αυτό το πράμα έκαναν, γέλαγαν τον κόσμο. Αλλά και να μην πήγαιναν, στο βουνό, πείνα είχε. Έρχονταν οι Τούρκοι – αστυνομία και στρατός – και μας κυνηγούσαν».

«Μια βραδιά, θυμάμαι, περάσαμε από ένα ποτάμι. Βράδιασε εκεί. Εκείνη τη στιγμή βάρεσαν σάλπιγγα για το ψωμί. Ο πατέρας μου φοβήθηκε που σταματήσαμε και μας λέει “Σηκωθείτε, θα φύγουμε”. Φύγαμε. Όσοι έμεινα εκεί, το άλλο πρωί τους βρήκαμε. Με τη ξιφολόγχη τους είχαν σκοτώσει…Τους περικύκλωσαν. Πού θα έφευγαν;… Τρεις μέρες κατεβήκαμε κοντά στο χωριό. Ήταν έρημο. Χόρτο τρώγαμε. Χόρτο…εμείς ανάγκη είχαμε το αλάτι. Άμα αλάτι έχεις, όλα τα τρως. Την αγριάδα μάζεψε, βράσε, βάλε λίγο αλάτι και τρως. Άμα δεν έχει αλάτι, δύσκολο…».

Τα χωριά στο βουνό ήταν πολύ μικρά, φτωχά και μισοερειπωμένα για να θρέψουν τους ξεσπιτωμένους οι οποίοι σώθηκαν από τον υποσιτισμό μόνο χάρη στον πλούτο του τόπου: «Τα βουνά πολύ πλούσιο μέρος ήταν. Κάστανα θέλεις; μήλα θέλεις; απίδια θέλεις; Γλυκά κάστανα, τα σπάγαμε με τη βέργα και τα τρώγαμε. Μια μέρα στον αγρό θυμούμαι που γύριζα νηστικός, στην άκρη ήταν δάσος. Βλέπω, κιτρινίζει κάτι. Πάω κοιτάζω, ήταν σπόρος από απίδι. Ήρθε ο χειμώνας, έπεσαν τα φύλλα, ήρθε χιόνι. Έλιωσε το χιόνι, πάω ξανά, απίδια. Ούτε ξέρω πόσα έφαγα εκεί…».

«Ακριβώς το ’21 τον Απρίλιο κατεβήκαμεν σε ένα τουρκικό χωριό. Από μια χαράδρα μακριά, φώναξαν σε μας Τούρκοι “Ελάτε δω!”. Το απόγευμα ήταν. Δεν πήγαμε…Στον ποτάμι είχανε σφάξει χιλιάδες, απ’ αυτούς που κατέβηκαν απ’ το βουνό. Με τον κασμά, με το τσεκούρι τους σκοτώνανε…Εκείνο το βράδυ σαν τα ζώα κοιμηθήκαμε [έξω απ’ το χωριό]. Ήμασταν στο χωρίο εκείνη τη νύχτα. Ακούω ένα γαϊδούρι, φωνάζει. Ήταν ενός Τούρκου χωριάτη, που μαζί με το στρατό πηγαίνουν…Εγώ δε ρωτάω το νου μου, δε σκέβω (=σκέφτομαι) πως έρχεται το γαϊδούρι εδώ. Πάω κοντά, δάσος μεγάλο ήτανε. Βράδιαζε. Μόλις έφτασα στα πρώτα σπίτια, γεμάτο στρατός το βουνό. Μαζεύω λίγο πίσω. Βγαίνει ο στρατός εκεί και έτρωγε για βράδυ. Πήγα, βρήκα τα κουκούτσια, τα ψωμία που άφησαν. Παραπέρα πάω, ήταν ένα κόκαλο τόσο μεγάλο. Το έφαγα, δεν έπαθα τίποτα…Αυτό τώρα σκυλί ήταν, ανθρώπου ήτανε, ποιος ξέρει;».

«Εκείνη την ώρα που πήγαινα πάνω, η μάνα μου, ο πατέρας μου, τα αδέλφια μου έρχονταν για να παραδοθούν. Η μάνα μου μάζεψε τα κορίτσια να κατέβουνε στην πόλη το άλλο πρωί. Πλαγιάσανε στα ντουβάρια μιας εκκλησίας. Ο πατέρας μου πέθανε εκείνο το βράδυ, τον σκεπάσανε μ’ ένα πάπλωμα. Στο δρόμο για τη Σαμψούντα, τους έπιασαν οι Τούρκοι και τους πήγαν στη Σαμψούντα. Τους άφησαν ελεύθερους. Τακ τακ πόρτα-πόρτα πηγαίνανε, [ζητούσανε] λίγο ψωμί. Όσοι έφαγαν, το βράδυ θάνατο…Τους έδωσαν ξερά φασόλια, χωρίς νερό. Έκαψε το στομάχι τους και πέθαναν. Επί τόπου έμειναν. Πέθαναν. Εμείς, με την αδερφή μου αλεύρι πήραμεν, ρύζι σούπα φτιάξαμε. Τα εντέρια μας κολλημένα ήτανε. Αλλά είχαμε φάει χελώνες και αυτό ωφέλησε εμάς…Μία αδερφή μου έζησε, πέθανε εδώ στην Κατερίνα αργότερα. Ο ένας αδερφός μου δούλεψε σε ένα τσιφλίκι τρεις μέρες. Όταν τελιώνει εκεί, δεν έφυγε στην πόλη. Και τον σκότωσαν εκεί για τα ρούχα του. Τα είδαμε μετά, ένας Τσερκέζος τα φορούσε…Για τα ρούχα σκότωσαν τον αδερφό μου…».

«Ο τελευταίος σαδισμός των Τούρκων ήταν η τιμή των 8 λιρών που ορίστηκε για το εισιτήριο για την Ελλάδα. Ένα άτομο για να έρθει στην Ελλάδα, ήταν 8 λίρες τουρκικές. Πήγαμε στη Σαμψούντα και δουλέψαμε. Δυο χρόνια σε ένα τσιφλίκι, καπνόν εκάναμεν. Δε μας άφησε τίποτα ο Τούρκος [τσιφλικάς]. Σε ένα χωριό όλοι παστάλια κάναμεν. Κι από κει πήραμε λεφτά και ήρθαμε. Ό,τι λεφτά πήραμε, μ’ αυτά ήρθαμε. Οκτώ λίρες. Γι’ αυτό ήρθαμε τελευταίοι, το ’24 ήρθαμε…Έμειναν πολλοί πίσω. Στη Σαμψούντα πήραμε το καράβι. Μέναμε στην Κωνσταντινούπολη σε ένα μέρος. Κάναμε μπάνιο με κρύο νερό, για να μην κολλήσεις αρρώστιες. Στον Αϊ-Γιώργη κάναμε το σταυρό μας και μετά ήρθαμε στην Έλλαδα. Μας έβγαλε στη Θεσσαλονίκη. Οκτώβριος ήτανε θυμάμαι ακριβώς, εβάλαμε πανί στο Καραμπουρνού. Ψάχναμε χωριό. Στον κάμπο να μύγα και κουνούπι, δεν μπορούσες να καθίσεις…Στο Λαγκαδά δυο μέρες καθίσαμεν. Μέχρι να μας κατεβάσει το φορτηγό, γύρισε πίσω…».

Μέχρι το 1947, ο κ.Χαράλαμπος έμεινε στο χωριό Κοκκινοχώρι Θεσσαλονίκης, ένα χωριό 50-100 σπιτιών που εκκενώθηκε στον εμφύλιο. Σήμερα πεδίο βολής του στρατού. «Πολύ δύσκολα χρόνια. Όταν ήρθαμε Ελλάδα, δεν είχαμε τίποτα, ήμασταν όπως ήρθαμε… Έμεινε να πάρεις και τίποτα; Στο βουνό πήραμε ένα στρώμα και το είχαμε δυο άτομα! Φεύγαμεν συνέχεια. Ερχόντουσαν οι Τούρκοι, τρέχαμε…Έξω κοιμούσαν…Σαν τα άγρια ζώα. Με τα ρούχα που φορούσαμεν…».

Το Κοκκινοχώρι (πρώην Τσεσμέ Μαχαλάς) είχε μερικά τουρκικά σπίτια αλλά το χωριό δομήθηκε ουσιαστικά από τους Μπάφραλήδες που επιδόθηκαν στην καλλιέργεια της γης – σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι και καπνό. Πόντιοι και λίγοι Θρακιώτες εγκαταστάθηκαν και σε όλα τα γύρω χωριά, Μαυρούδα, Λίμνη, Ανοιξιά, Φιλαδέλφεια, Ξεροπόταμος, Ασκός κ.α.

Ο κ. Χαράλαμπος παντρεύτηκε δυο φορές και έκανε συνολικά έξι παιδιά. Η δεύτερη γυναίκα του, Αικατερίνη Τσαπανίδου, ήταν Πόντια από τη Ρωσία. Υπηρετούσε κληρωτός από το 1933 μέχρι και το 1947. Από την Καβάλα στα όπλα, όταν νίκησαν οι κομμουνιστές, τον Απρίλιο του 1941 “στου Μεταξά τα χαρακώματα”. «Έξι φορές φόρεσα το χακί, όχι μία. Όταν ήρθαμε οι πρόσφυγοι, εγώ μεγάλος ήμουνα, είπανε να περάσουν οι μικροί. Τελευταία τι σκέφτηκε το κράτος: το ’33 διαταγή να περάσουν επιτροπή όσοι δεν μπόρεσαν. Όταν άνοιξε ο πόλεμος του ’40 ήμουνα έφεδρος στις Σέρρες, τέσσερις μήνες. Απολύομαι ύστερα από κεί, 18 μέρες η καμπάνα χτυπάει. Πάμε στην Αλβανία! Περάσαμε παγωμένα ποτάμια. Πέντε μέρες ούτε ψωμί. Και μια άλλη φορά με κάλεσαν πάλι, σκοπευτής πολυβόλου. Μάθημα στο πολυβόλο…Εγώ μεγάλωσα με στρατό, κυνήγια ήξερα να κάνω. Μόλις το γύρισα…Καλά, λέει, από που ξέρεις; Ε, πως να μη ξέρω, λέω, ολόκληρο γαϊδούρι;!».

Το 1947 τραυματίστηκε σοβαρά στο πόδι σε επίθεση ανταρτών στο Κοκκινοχώρι. Μετά από τη νοσηλεία στο στρατιωτικό νοσοκομείο των Αθηνών, ήρθε στον Λαγκαδά και ακολούθως στη Νυμφόπετρα. Τα τελευταία πέντε χρόνια ζει μαζί με την κόρη του, Μαρία, και το γαμπρό του, Ιορδάνη Κουτζουβελίδη, στο χωριό Ασκός.

«Οι Τούρκοι τεμπέληδες είναι, δεν δουλεύουν. Παζάρι γινόταν στην Μπάφρα, μόνο Έλληνες πήγαιναν. Βούτυρο θέλεις; Γιαούρτι θέλεις; Όλα…Και τώρα έτσι είναι. Τα χωριά τους χάλια. Πρώτη φορά που [ξανά]πήγα στο χωριό, είδα του θείου μου το σπίτι. Μπροστά είχε [θυμόμουνα] μουριά και καρυδιές, μεγάλα δέντρα. Δεξιά και αριστερά. Το σπίτι το έκαψαν. Κοιτάζω, λέω ένα γέρο Τούρκο “εδώ ήτανε σπίτι, είχε μεγάλα δέντρα, που πήγαν;”, “τα κόψαμε, εγώ τα έκοψα”, “γιατί τα έκοψες;”, “κρυώναμε. Εδώ ούτε γαϊδούρι δεν έχουμε…”. Την εκκλησία τη χάλασαν, θέλαν πέτρες για να χτίσουν σπίτι. Τίποτα βρε παιδί μου! Με τον κασμά έσκαβες και έσπερνες καλαμπόκι, τέτοιο πλούσιο μέρος. Αλλά δε δουλεύουν…Αυτοί που πήγαν τώρα πρόσφυγες, δουλεύουν. Η Μπάφρα είχε δύο τζαμιά και τώρα έχει 15. Και μου είπαν [όταν πήγα]: “εσύ Γιουνάν, δεν πείραξες εμάς…εσάς όμως σας κάνανε πολύ σκοτωμό”…Τα σπίτια τι τα έκαψαν; τι τους έφταιγαν; Αγράμματοι άνθρωποι. Και θέλουν να σκεπάσουν αυτά που έγιναν. Αλλά όλες οι χώρες λένε να πληρώσουν». Σε πρόσφατη εκδήλωση της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης για τη 19η Μαΐου, επέτειο της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού, ο ίδιος τιμήθηκε και έγινε αντικείμενο λατρείας από κοινό και συνέδρους.

Αν και ο κ.Χαράλαμπος δε ξέρει γράμματα, καταλαβαίνει το περιεχόμενο της λέξης “Γενοκτονία”. Ξέρει επίσης πως η μνήμη όσων συνέβησαν στον Πόντο και η μετάδοση τους στους νέους είναι αυτονόητο καθήκον για εκείνον. Και σε προσωπικό επίπεδο, ο μοναδικός ίσως τρόπος για να ξορκίσει τους εφιάλτες…

Πηγή:

* Συνέντευξη στον ΙΑΣΟΝΑ ΧΑΝΔΡΙΝΟ για το ΕΘΝΟΣ, Ασκός Θεσσαλονίκης, 7 Ιουλίου 2010

https://epontos.blogspot.com/2017/05/blog-post_619.html


 


Charalambos Mitsoglou
1902 yılında Pontus Körfezi Touza Ağa’da doğdu.

Charalambos Mitsoglou Doğu’dan geldiğinde 22 yaşındaydı, Yunanca bir kelime bilmiyordu ve hayatının geri kalanını anlatacak kadar kendi gözleri ile görmüştü. Yıllarca dağda yaşadı. Bafra köyü Touz Ağa tahrip edildi. İki ebeveyni, dört kardeşi Lefteris, Abraham, George ve Pazar, damatları – ailesinin toplam on iki üyesi – ve soykırımda sayısız yurttaş kaybedildi. Köyüne hayatta kalan üç kız kardeşi ile Yunanistan’a geldi. Türklere duyduğu nefret, yüksek sesle ve tutkuyla ifade edilir. Bugün, 109 yıllık benzersiz etkileyici sağlık ve hafıza nedeniyle, yaşayan bir anıttır. Yunanca’da Türkçe olan “rengindeki” anlatımı birkaç olası eklemeyle birlikte sunulmaktadır.

Bana Türkiye’de neler olduğunu anlatmak ister misin? Katledilen …

Batı Pontos’un Türkçe konuşan Hristiyanları olan ünlü “Bafralılar” Osmanlı Devleti’nde belki de Yunan’lılardan daha fazla acı çekti: “Bafra ’da A’dan B’ye ne olduğunu biliyorum. Bütün katliamlar, yananlar, çocuklar, kadınlar, onları gördüm … Köyüm, Touz Ağa derdi. İki kilisemiz vardı harikaydı. Sonunda köyde 5-6 türk ailesi vardı. Okula gitmedim, dağdaydım … Okullar kapalıydı … Baba, anne, herkes dağa gidiyor … Türkler hepsini kesti … “.

Belirsiz bir zamanda, tarihin derinliklerinde kaybedilen sakinler, dillerini veya dinlerini bırakıp bırakmamayı seçmeleri için çağrıldı. Ve ilkini seçtiler. “Uzun yıllar boyunca, Türkler bölgeyi ele geçirdiğinde, sonsuza dek öndeydiler, Bafra’ya:“ dini veya dili bırakacaksınız ”dediler. Yunanlılar da dili bıraktığımızı söylüyorlar, dini bırakmıyoruz. Türkiye’de bu dindi. Çan çaldı, kilisedeki insanlar … Başlangıçta Türklerle iyiydik. Bir erkek kardeş gibi. Yakınlarda pazar günü kiliseye gelen küçük bir köy vardı. Sonra onları evde ağırladık: Gel İsmail, Hassan gel … Geleceklerdi. ”

Krizin zamanı, Birinci Dünya Savaşı ve Rusya’nın Pontus Hıristiyanlarına silahlı bir mücadele için umut veren Türkiye topraklarını işgal etmesiyle başladı: ve iki yıl sonra dağa çıktılar. Gerillada çeşitli silahlar vardı … Rus küçük, büyük mermi. Ama silahları vardı, mermileri yoktu … Sahipleri aldılar. Yükseldiler. İki yıl sonra bize geldi. Ermenilerden sonra, [zulüm] içimizde başladı. İki ya da üç sınıf aradılar. İki damatım işe alım için olanları aldı ve Trabzon’a, Tohat’a gitti. Orada, sahilde, kovuldular. Onları öldürdüler. Ben cepheye gitmiyordum … Sonra [Türkler] tekrar askerler çağırdı. Abim sınıfına gitti. Samsun’da 600 lira ödedik, kardeşim geldi. Sokakta yoldaşlarıyla [birlikte geliyor], onu öldürdüler … Sonra bir yara başladı. Bu, ’14’te Ermenilerle işini bitirdiklerinde. Bize asker çağırdılar ve yolda bizi öldürdüler. Rahipler, öğretmenler, bütün tüccarlar – Yunanlılar tüccarlardı ve Türkler bunu biliyordu. Pek çok Yunan yanımızdaydı. Yunanistan’dan çok daha fazlası … Biz orada 4,5 milyon vardı. Hepimiz zengin Yunanlıyız. Bizden vergi aldı. Türkler çalışmıyordu. Trabzonlu bütün Yunan edebiyatları vardı. Ve bir köyde ve beş aileleri vardı, okulları vardı. Okul ve kilise. ”

Diyerek şöyle devam etti: “Rusya Trabzon’a gittiğinde, bir lider olduğunu söyledi: Chauss-Anton (Loch’u Antonis). Bu devlet bunu bize orada yapardı. Cesur bir adam, Samsun’da polise gitti. Türk polisi onu rahatsız edemedi, titrediler. ” Bölgede, Chau-Anton dışında, Türk köylerine baskın düzenleyen birçok kaptan vardı: “Hepsi Samsunluydu, ötesindeydi. Onları dinledik … Bir Türk köyünü vurmanın zamanı geldiğinde, hepsi bir araya geldi ve vurdular. Hayvanlarını, çöplerini aldılar, dağa çıkıp onları dağıttılar. Türklerden biri yakınlarda bir çobandı. Hayvanlarının bir bölümünü özgürce yaşıyor. Bizi iki yıldır besliyordu. Kaptanlar yiyecekleri alıp dünyaya dağıtacaklardı … “. Gerilla besleyiciler olmadan hayatta kalamazdı. Hala Türklerin bir güç tedarikçisini, Anania’ya ihanet ettikten sonra nasıl öldürdüklerini hatırlıyor. Onu bufaloyu yakalayıp kılıcıyla katlederken öldürdüler. 200 metre beni geçti … ” Savaşta farklıydı: “Türkler savaşmadı… Sadece ellerini kaldırdılar. Size söylüyorum, dar bir sokakta, bir ağaç fırlatıyorduk, pusudalardı, 4-5’i öldürüyorduk ve gerisi gidiyordu … Türkler savaşmıyordu. Tüm erkeklerin silahları olsaydı, Türkler kalkmazdı. Fakat fahişe İngiltere, Yunanistan’ın mezarı, İngiltere’dir. Birini tanımak için … “.

1917 Ekim Devrimi’nde işler sert bir şekilde değişti: “Ruslar komünizm yüzünden silahlarını atıyorlar … İşler berbat oldu. Türkler köye geldiğinde, yaşlıları davet ediyorlar. Samsun’a giderler, öldürüldükleri Bafra’dan yaklaşık 40 kilometre. Ve 16’da [nerede] kovalamaca geldi, dağdan ayrılıyoruz. 16’dan 18’e. Bölgemiz sessizdi. Ve 18’ler takas emri verir ve biz evlere gideriz. Sonra Anton öldürülmek istedi, sonra yapamadılar … Sessizce köye gittik … Köylerimizde kalacağımızı düşündük. Bir sabah babamdan kalkıp Samsun’a gidiyorum. Bana gece söyledi. Öndeki kafede oturuyorduk, sağdaki babam, bir türk jandarması (= jandarma) geliyor: “Gyour!”. Vahşi ses (gyur’a Türkler deniyordu). “Biliyor musun, diyor Anton?”, “Peki nasıl unutamam ki. [Evimize] geliyor, yer, içer, ama hiç uyumaz. Çocuklar uyuyor ”. (Bir gece babamın bana sorduğunu hatırlıyorum. Ona barut gibi pasteller (işlenmiş tütün yaprakları) verdi. Babam Türk’e yaklaştı, Türk’e şöyle dedi: “Öğrendikten sonra Gyur, benimle Antonis’le gel.” Ve babamı alır, içeride Samsun’a gider. Anton’un başı getirildi. Başı kesildi. Vaftiz babası ona ihanet etti. ’18 bunu yapıyor. Köyde insanlar ağlıyor … “.

Türklerin af vereceğini düşünerek insanlar dağdan indiğinde yanıldı: “Sonra katliam başladı. Türkler “Sürmeliu’da sürgün veya hapishane istiyor musunuz?” Derlerdi (Ed. Rum köyü, yerel Türk jandarma merkezi). İnsanlar gülüyorlardı, Sourmeliu’ya gittiler. Bütün aileler Damarım güçlüydü, bir tütün satıcısıydı. İçeride Bafra’ya, tütününe, bir kaç öküze ve bir bufalo süt sağımına gider. Orada yakalandılar. Ve vahşi olmaya başladılar… Biz köydeyiz, şimdi diğer köyde neler olup bittiğini bilmiyoruz. Ve bir dul – Yunan – gelir ve “Bizi evlerde öldürüyorlar” diyor. Şehirdeki Yunanlılar … Ne istersen yap. ” Kız kardeşim bufaloyu boynunda ip ile bağlar – Bafra düz bir yerdi – ve Bafra’ya birlikte gideriz … Köyümüzden iki buçuk saat sonra şehre. Hepsi Yunanlı idi, sadece üç köy Türktü. Cıvıl cıvılmaya başladı. Türk hapishanelerini geçtik … Yoldaydık, Türklerin hepsi yandı … Surmeliu’dan geçenler, bir vızıltı duyduk. “Seni durdur, kız kardeşim bana, gidip kendimi görmeye gideceğimi söyledi.” Her yerde cesetler … Hala başım ağrıyor … Sourmeliu’da adamlar toplanıp ateş ediyorlardı. Kadınlar ve çocuklar daha sonra geri döndü ve köyde yandı. Oradan başladılar, sürekli yanıyorlar … Rahipleri onları tuttu ve atın arkasına bağladılar … Sonra da “Gel, bir köpek öldürdüm …” dediler.

Bu Yunanlılar üzülüyor … ”

‘Yine 18’lerde dağdayız. Dağınık, hayvanlar gibi. Türkler geldiğinde hepimiz bir araya geldik. Vahşi hayvanlar gibi… bizim hayvanlarımız değil, hiçbir şey. Şimdi yaşıyorum, kaplumbağaları yedim. İki ay. Bu yüzden yaşıyorum. İnsanlar açlıktan ölüyorlardı … Bir Yunan, inanırsanız, gelini öldü ve kızı kazanın içine koydu. ellerini kesti, haşladı ve yedi. Gözlerimle yaptı. ”

Türklerden, Kemal’e karşı çıkan belirli bir kabileden yalnızca birkaçı Yunanlılara yardım ediyordu: “Bafra’nın ovasındaki bir Çerkes büyükbabasıydı. Ve yardım ediyordu, bizi öldüreceklerini biliyordu. O da bizimle geldi. Ama sıkışıklardı. ”

“Çok fazla acı çektik. Açlık ve öldürme … Doktor yok, hiçbir şey yok. ‘Uyuşturucu’ bilmiyorduk … Silahımız vardı, kurşun yoktu. Bir baston gibi … Ankara’dan bir nehir uçlarında Bafra’ya iner. Öte yandan, Tekete adında bir köye çağrıldı. Onları St. George’da kilisenin içinde yakıp yaktılar. Ve sonra dünyadaki biçici. Aralarında kalan 13-14 yaşındaki bir kız vardı. O yaşadı. Türkler, “Her kim yaşıyorsa, kalksın, onu rahatsız etmeyeceğiz” diye bağırdı. Ayağa kalkmadı. Gittiklerinde, kız kanla dağa geldi … Bafra’ya böyle bir felaket yapıldı … Bütün bölgeyi öldür. Bafra’da olanlar kaldı. Hepsi onları evlerinden, tavanlarından ve bodrumlarından aldı ve onları büyük nehir benzeri Strymon’a götürdüler. Derin, harika, nasıl yüzüleceğini bilmiyorsan geçemezsin. Orada öldürüldü ve insanlar denize düştü … Orada tüm Yunanları temizlediler. Son olarak, bunu yaptılar, dünyaya güldüler. Fakat dağa gitmemiş olsalar bile, açlık vardı. Türkler geliyordu – polis ve ordu – ve bizi takip ediyorlardı. ”

“Bir gece hatırlıyorum, bir nehirden geçtik. Oraya git. O anda ekmek için trompet attılar. Babam durup bize “Kalk, gideceğiz” demekten korktu. Gittik. Orada kalanları ertesi sabah bulduk. Süngüleriyle öldürüldü … Etrafları sarıldı. Nereye giderlerdi? … Üç gün köyün yakınlarında indik. Bir çöldü. Ot yedik. Grass … tuza ihtiyacımız vardı. Tuzunuz varsa her şeyi yersiniz. Domuzu topla, kaynat, biraz tuz koy ve ye. Ama tuzu yok, zor … “.

Dağ köyleri, yetersiz beslenmeden kurtulan vahşileri beslemek için çok küçük, fakir ve yarı harap olmuş durumda: “Dağlar çok zengin bir yerdi. Kestane ister misin? elma ister misin? yaprak biti ister misin? Tatlı kestane, onları bir sopayla kırdık ve yedik. Tarlada bir gün oruç tuttuğumu hatırlıyorum, kenarında bir orman vardı. Görüyorum, sarı bir şey. Bakacağım, bu yaprak biti tohumuydu. Kış geldi, yapraklar düştü, kar geldi. Karlar erimiş, tekrar giderim, apids. Orada ne kadar yediğimi bile bilmiyorum … “.

“Nisan 21’de bir Türk köyüne gittik. Bir dağın tepesinden, Türkler bize bağırdı: “Buraya gel!” Öğleden sonraydı. Gitmedik … Nehirde dağdan inenlerin binlerce katliamı yapıldı. Kaşmir ile, balta ile öldürülmüşler … O gece [köyün dışında] hayvanlar gibi uyuyorduk. O gece köyün içindeydik. Bir eşek duyuyorum, diye bağırıyor. Orduya giden bir Türk köylüydü … Aklıma sormuyorum, eşeğin buraya nasıl geldiğini sanmıyorum (= sanırım). Yaklaşıyorum, orman büyüktü. Akşam oldu İlk evlere gelir gelmez dağ birlikler doluydu. Biraz geri topladım. Ordu oraya gitti ve gece yemek yedi. Gittim, çukurları, bıraktıkları ekmeği buldum. Daha da ileri giderken, çok büyük bir kemikti. Onu yedim, hiçbir şey yapmadım … Bu şimdi bir köpekti, bilen bir insandı. ”

“Yukarı çıktığımda annem, babam, kardeşlerim vazgeçmeye geliyordu. Annem ertesi sabah şehre gitmek için kızları aldı. Bir kilisenin yataklarında yatıyorlardı. Babam o gece öldü ve bir yorganla kaplıydı. Samsun’a giderken Türkler tarafından yakalandılar ve Samsun’a götürdüler. Onları serbest bıraktılar. Tic tac toe to door, bazı ekmek istiyorlardı. Yemek yiyenlere, gece ölenler … Susuz kuru fasulyeler verildi. Midelerini yaktılar ve öldüler. Yerde kaldılar. Öldüler. Ablamla birlikte un yaptık, pirinç çorbası yaptık. Bağırsaklarımız sıkışmış. Ama biz kaplumbağa yemiştik ve bu bize fayda sağladı … Benimle bir kız kardeş yaşadı, sonra Katerina’da öldü. Kardeşlerimden biri üç gün boyunca bir tenekede çalıştı. Oraya vardığında kasabaya gitmedi. Ve onu orada kıyafetleri için öldürdüler. Onları daha sonra gördük, bir Çerkes giyiyordu … Kardeşimi öldürdükleri giysiler için … “.

“Türklerin son üzüntüsü Yunanistan ‘a giden biletin 8 poundluk fiyatıydı. Yunanistan’a gelen bir kişi 8 lira Türk oldu. Samsun’a gittik ve çalıştık. Bir tsifliki’de iki yıl, her birini sigara iç. [Tsiflikas] türkçe bize hiçbir şey bırakmadı. Bir köyde hepimiz pastelleştik. Oradan para aldık ve geldik. Ne paran varsa, onlarla geldik. Sekiz pound. Bu yüzden en son geldik, ’24’te geldik … Çoğu geride kaldı. Samsun’da tekneyi aldık. İstanbul’da bir yerde yaşadık. Hastalanmamak için soğuk suyla banyo yaptık. St. George’da haçımızı yaptık ve sonra Yunanistan’a geldik. Bizi Selanik’e götürdü. Ekim sadece hatırladım, Karaburnu’na bir bez koyduk. Bir köy arıyorduk. Uçmak ve sivrisinek dairesinde oturamazsınız … Lagada’da iki gün oturduk. Kamyon bizi indirene kadar geri döndü … “.

1947 yılına kadar Bay Charalambos, iç savaşa tahliye edilen 50-100 evden oluşan Selanik’teki Kokkinochori köyünde kaldı. Bugün ordu atış menzili. “Çok zor yıllar. Yunanistan’a geldiğimizde hiçbir şeyimiz yoktu, geldiğimiz gibiydik … Hiç bir şeyin kaldı mı? Dağda bir şilte aldık ve iki kişi vardı! Ayrılıyorduk. Türkler geliyordu, kaçıyorduk … Dışarıda uyuyorlardı … Vahşi hayvanlar gibi. Giydiğimiz kıyafetlerle … “.

Kokkinohori (eski adıyla Çeşme Mahalas) bazı Türk evlerine sahipti, ancak köy esas olarak toprağı işleyen Bufalolar tarafından inşa edildi – buğday, arpa, mısır ve tütün. Ayrıca Pontians ve birkaç Trakyalı da çevre köylerde Mavrouda, Limni, Anixia, Philadelphia, Xeropotamos, Askos vb. Yerleşmişlerdir.

Bay Charalambos iki kez evlendi ve toplam altı çocuğu oldu. İkinci karısı Catherine Tsapanidou, Rusya Pontia’lıydı. 1933’ten 1947’ye kadar asker olarak görev yaptı. Kavala’dan silahlara, Komünistler yenildiğinde, Nisan 1941’de “İpek Trençelerinde”. “Altı kez haki giymiştim, bir değil. Mülteciler geldiğinde, ben büyüktüm, küçükler geçmek istedi. Devletin düşündüğü son şey: ‘yapamayanlar için 33 emri. 40’lı yılların savaşı başladığında, dört ay boyunca Serez’deydim. Ondan sonra kovuldum, 18 gün zil çalar. Arnavutluk’a gidelim! Donmuş nehirleri geçtik. Beş gün ekmeksiz. Ve bir kez daha çağrıldım, makineli tüfek atıcısı. Makineli tüfek dersi … Orduda büyüdüm, avlanacağımı biliyordum. Daha yeni geldim … Peki, nasıl biliyorsun? Peki ya bilmiyorum, diyorum ki, bütün bir eşek?! ”

1947’de Kokkinochori’deki bir gerilla saldırısında bacağında ağır yaralandı. Atina Askeri Hastanesi’nde hastaneye yatırıldıktan sonra Lagadas’a ve ardından Nymphopetra’ya geldi. Son beş yıldır kızı Maria ve kayınpederi Jordan Koutzouvelides ile Askos köyünde yaşıyor.

“Türkler tembel, çalışmıyorlar. Bafra’da çarşı yapıldı, sadece Yunanlılar gidiyordu. Tereyağı ister misin Yoğurt ister misin? Her şey … Ve şimdi öyle. Köyleri berbat. Köye ilk kez gittiğimde amcamın evini gördüm. Önünde [dut ağaçları] dut ve ceviz, büyük ağaçlar vardı. Sağ ve sol. Ev yandı. Bakıyorum, eski bir Türk’e söylüyorum, “burada bir ev vardı, büyük ağaçlar vardı, gittiler mi?”, “Onları kestik, kestim”, “neden onları kestin?”, “Üşdük. Burada bir eşek bile yok … ” Kilise yıkıldı, taşların bir ev inşa etmesini istediler. Hiçbir şey çocuğum! Keşma ile kazıp mısır mısırı, zengin bir yer. Ama çalışmıyorlar … Şu anda mülteci olanlar çalışıyor. Bafra’da iki cami vardı ve şu an 15 yaşındaydı. Ve bana [gittiğimde], “Yunnan, bize zarar vermedin… ama çok fazla öldürdün” demişti. neyin peşindeler? Zavallı insanlar. Ve olanları anlatmak istiyorlar. Ancak tüm ülkeler ödediklerini söylüyor. ” 19 Mayıs’ta Selanik’teki Pontic Hellenism soykırımının yıldönümünde gerçekleşen son etkinlikte, kendisine şeref ve ibadet edildi.

Bay Charalambos, harfleri bilmese de “Soykırım” kelimesinin anlamını anlıyor. Ayrıca Pontus’a olanları hatırlamanın ve bunu genç insanlara aktarmanın onun için bariz bir görev olduğunu da biliyor. Ve kişisel bir seviyede, belki kabusları yenmenin tek yolu …

kaynak:

* ULUSAL IASONA CHANDRINO ile söyleşi, Askos Thessaloniki, 7 Temmuz 2010